κατατάζω

κατατάζω
κατατάζω και κατατάσσω κατάταξα και κατέταξα, κατατάχτηκα, καταταγμένος
1. τοποθετώ, ταξινομώ: Κατέταξα τους μαθητές κατά ανάστημα.
2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταριθμώ: Η Ελλάδα κατατάχτηκε στις υπό ανάπτυξη χώρες.
3. εγγράφω στη δύναμη όπλου ή μονάδας: Τον κατέταξαν στην αεροπορία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατατώ — (λ. τού κρητ. ιδιώμ.) 1. ησυχάζω, σταματώ τον αγώνα 2. κατακάθομαι, καταπέφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. κατέταξ α τού κατατάσσω με υποχωρητικό σχηματισμό τού ενεστ. κατατάζω κατά το σχήμα χάραξα: χαράζω. Εν συνεχεία ο ενεστ. αυτός μεταπλάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”