- κατατάζω
- κατατάζω και κατατάσσω κατάταξα και κατέταξα, κατατάχτηκα, καταταγμένος1. τοποθετώ, ταξινομώ: Κατέταξα τους μαθητές κατά ανάστημα.2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταριθμώ: Η Ελλάδα κατατάχτηκε στις υπό ανάπτυξη χώρες.3. εγγράφω στη δύναμη όπλου ή μονάδας: Τον κατέταξαν στην αεροπορία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.